ἐπι[πολ]έομαι

ἐπι[πολ]έομαι
ἐπι[πολ]-έομαι,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κοσμώ — (I) (ΑM κοσμῶ, έω) [κόσμος] 1. στολίζω, εξωραΐζω, προσδίδω κάλλος, διακοσμώ (α. «εκόσμησαν την πόλη με αγάλματα» β. «τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον», Πίνδ. γ. «χαλκοῑς σῶμ ἐκοσμήσανθ ὅπλοις», Ευρ.) 2. μτφ. καλλωπίζω, ομορφαίνω («εὖ μὲν τούσδ… …   Dictionary of Greek

  • μετρώ — άω (ΑΜ μετρῶ, έω) [μέτρον] 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση ή την αξία ενός πράγματος με βάση ορισμένη μετρική μονάδα (α. «το οικόπεδο μετρήθηκε και είναι 450 τετραγωνικά μέτρα» β. «τάς χώρας σφέων μετρήσας κατά παρασάγγας», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • συνεξαιρώ — έω, Α [ἐξαιρῶ] 1. διώχνω κάτι ταυτοχρόνως («συνεξελεῑν ὑμῑν τὸ θηρίον ἐκ τῆς χώρης», Ηρόδ.) 2. συμβάλλω στην κατάληψη, στην κυρίευση, κυριεύω με κάποιον («συνεξαιρεῑν μετά τινος Ἀμφίπολιν», Αισχίν.) 3. μέσ. συνεξαιροῡμαι, έομαι α) αφαιρώ κάτι επί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”